Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάκλασις
ἀνακλάω
ἀνακλέπτω
ἀνάκλησις
ἀνακλητήρια
ἀνακλητικός
ἀνακλῑ́νω
ἀνάκλιτος
ἀνακλύζω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινέομαι
ἀνακοινόω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνᾱ́κοος
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακρᾱ́ζω
View word page
ἀνα-κοινέομαι
ἀνα-κοινέομαιmid.contr.vbκοινός communicate, sharea planw.dat.w. friendsThgn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνακοινέομαι
Headword (normalized):
ἀνακοινέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακοινεομαι
IDX:
4574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4575
Key:
ἀνακοινέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-κοινέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-κοινέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>κοινός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>communicate, share</Tr><Obj>a plan<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. friends</Expl><Au>Thgn.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνακοινέομαι'}