Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
ἀνάκειον
Ἀνάκειον
ἀνακέκλομαι
ἀνακεράννῡμι
Ἄνακες
ἀνᾱ́κεστος
ἀνακηκῑ́ω
ἀνακηρύσσω
ἀνακινδῡνεύω
ἀνακῑνέω
ἀνακῑ́νησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνάκλασις
ἀνακλάω
ἀνακλέπτω
ἀνάκλησις
View word page
ἀνα-κινδῡνεύω
ἀνα-κινδῡνεύωvb run a riskHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνακινδῡνεύω
Headword (normalized):
ἀνακινδῡνεύω
Headword (normalized/stripped):
ανακινδυνευω
IDX:
4557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4558
Key:
ἀνακινδῡνεύω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-κινδῡνεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-κινδῡνεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>run a risk</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνακινδῡνεύω'}