Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνακαλέω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήριον
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
ἀνάκειον
Ἀνάκειον
ἀνακέκλομαι
ἀνακεράννῡμι
Ἄνακες
ἀνᾱ́κεστος
ἀνακηκῑ́ω
ἀνακηρύσσω
ἀνακινδῡνεύω
ἀνακῑνέω
ἀνακῑ́νησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
View word page
ἀνα-κέκλομαι
ἀνα-κέκλομαιmid.vb call upon, invokea godhHom.

ShortDef

call out

Debugging

Headword:
ἀνακέκλομαι
Headword (normalized):
ἀνακέκλομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακεκλομαι
IDX:
4551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4552
Key:
ἀνακέκλομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-κέκλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-κέκλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>call upon, invoke</Tr><Obj>a god<Au>hHom.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνακέκλομαι'}