Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήριον
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
ἀνάκειον
Ἀνάκειον
ἀνακέκλομαι
ἀνακεράννῡμι
View word page
ἀνα-καλπάζω
ἀνα-καλπάζωvbapp.κάλπη trotting (of a horse) of a female dancertrot aboutAr.

ShortDef

trot, gallop

Debugging

Headword:
ἀνακαλπάζω
Headword (normalized):
ἀνακαλπάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακαλπαζω
IDX:
4542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4543
Key:
ἀνακαλπάζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-καλπάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-καλπάζω</HL><PS>vb</PS><Ety>app.<Ref>κάλπη</Ref> <ital>trotting</ital> (<ital>of a horse</ital>)</Ety></vHG> <vS1><Indic>of a female dancer</Indic><Tr>trot about</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνακαλπάζω'}