Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναισχυντέω
ἀναισχυντίᾱ
ἀναισχυντογράφος
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήριον
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
ἀνάκειον
View word page
ἀνάκαιον
ἀνάκαιονv.l.ἀναγκαῖονουn prisonX.dub., cj. ἀνάκειον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάκαιον
Headword (normalized):
ἀνάκαιον
Headword (normalized/stripped):
ανακαιον
IDX:
4539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4540
Key:
ἀνάκαιον

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάκαιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνάκαιον<VL><Lbl>v.l.</Lbl><FmHL>ἀναγκαῖον</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>prison</Tr><Au>X.<LblR>dub., cj. <Gr>ἀνάκειον</Gr></LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνάκαιον'}