Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνᾱίσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντίᾱ
ἀναισχυντογράφος
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήριον
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
View word page
ἀνα-καινίζω
ἀνα-καινίζωvb renewa warPlu.pass.of hatredbe renewedIsoc.

ShortDef

renew

Debugging

Headword:
ἀνακαινίζω
Headword (normalized):
ἀνακαινίζω
Headword (normalized/stripped):
ανακαινιζω
IDX:
4538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4539
Key:
ἀνακαινίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-καινίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-καινίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>renew</Tr><Obj>a war<Au>Plu.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of hatred</Indic><Def>be renewed</Def><Au>Isoc.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνακαινίζω'}