Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀνᾱίσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντίᾱ
ἀναισχυντογράφος
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήριον
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
View word page
ἀνακάθαρσις
ἀνακάθαρσιςεωςf clearancew.gen.of a collapsed wallPlb.

ShortDef

clearing away

Debugging

Headword:
ἀνακάθαρσις
Headword (normalized):
ἀνακάθαρσις
Headword (normalized/stripped):
ανακαθαρσις
IDX:
4536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4537
Key:
ἀνακάθαρσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀνακάθαρσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνακάθαρσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>clearance<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a collapsed wall</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνακάθαρσις'}