Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀνᾱίσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντίᾱ
ἀναισχυντογράφος
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήριον
ἀνακαλύπτω
View word page
ἀνα-καγχάζω
ἀνα-καγχάζωvbἀνάκαχάζω laugh aloudPl. Plu.

ShortDef

to burst out laughing

Debugging

Headword:
ἀνακαγχάζω
Headword (normalized):
ἀνακαγχάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακαγχαζω
IDX:
4534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4535
Key:
ἀνακαγχάζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-καγχάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-καγχάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref><Ref>καχάζω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>laugh aloud</Tr><Au>Pl. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνακαγχάζω'}