Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησίᾱ
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀνᾱίσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντίᾱ
ἀναισχυντογράφος
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
View word page
ἀναισχυντο-γράφος
ἀναισχυντο-γράφοςουmγράφω obscene writerPlb.

ShortDef

obscene writer

Debugging

Headword:
ἀναισχυντογράφος
Headword (normalized):
ἀναισχυντογράφος
Headword (normalized/stripped):
αναισχυντογραφος
IDX:
4531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4532
Key:
ἀναισχυντογράφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀναισχυντο-γράφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναισχυντο-γράφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γράφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>obscene writer</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναισχυντογράφος'}