Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναιρετικός
ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησίᾱ
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀνᾱίσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντίᾱ
ἀναισχυντογράφος
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
View word page
ἀναισχυντίᾱ
ἀναισχυντίᾱᾱςf shamelessness, impudenceAr. Att.orats. Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναισχυντίᾱ
Headword (normalized):
ἀναισχυντίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αναισχυντια
IDX:
4530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4531
Key:
ἀναισχυντίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀναισχυντίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναισχυντίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>shamelessness, impudence</Tr><Au>Ar. Att.orats. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναισχυντίᾱ'}