Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθῡμίᾱσις
ἀναθῡμιάω
ἀναθῡ́ω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδομάχᾱς
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἄναιμος
ἀναίμων
ἀναιμωτῑ́
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
View word page
ἀναίδητος
ἀναίδητοςονadj of Eros, a person's willshamelessAR.

ShortDef

shameless (ἀναιδής)

Debugging

Headword:
ἀναίδητος
Headword (normalized):
ἀναίδητος
Headword (normalized/stripped):
αναιδητος
IDX:
4509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4510
Key:
ἀναίδητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀναίδητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀναίδητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Eros, a person's will</Indic><Tr>shameless</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀναίδητος'}