Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάθημα
ἀναθηματικός
ἀναθόλωσις
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθῡμίᾱσις
ἀναθῡμιάω
ἀναθῡ́ω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδομάχᾱς
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἄναιμος
ἀναίμων
View word page
ἀναίδεια
ἀναίδειαᾱς
Ion.ἀναιδείηης
fἀναιδής
shamelessness, impudenceHom.

ShortDef

shamelessness, impudence, effrontery

Debugging

Headword:
ἀναίδεια
Headword (normalized):
ἀναίδεια
Headword (normalized/stripped):
αναιδεια
IDX:
4506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4507
Key:
ἀναίδεια

Data

{'headword_display': '<b>ἀναίδεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναίδεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ἀναιδείη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀναιδής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shamelessness, impudence</Tr><Au>Hom.<NBPlus/></Au></nS1> </NE>', 'key': 'ἀναίδεια'}