Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναθερμαίνω
ἀνάθεσις
ἀναθέω
ἀναθεωρέω
ἀναθεώρησις
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθηματικός
ἀναθόλωσις
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθῡμίᾱσις
ἀναθῡμιάω
ἀναθῡ́ω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδομάχᾱς
View word page
ἀνάθρεμμα
ἀνάθρεμμαατοςnἀνατρέφω nurslingw.gen.of a lionessTheoc.

ShortDef

a nursling

Debugging

Headword:
ἀνάθρεμμα
Headword (normalized):
ἀνάθρεμμα
Headword (normalized/stripped):
αναθρεμμα
IDX:
4500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4501
Key:
ἀνάθρεμμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάθρεμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνάθρεμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀνατρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>nursling<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a lioness</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνάθρεμμα'}