Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναζήτησις
ἀναζυγή
ἀναζωπυρέω
ἀναζώω
ἀναθάλλω
ἀναθαρρῡ́νω
ἀναθαρσέω
ἀναθεᾱ́ομαι
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθερμαίνω
ἀνάθεσις
ἀναθέω
ἀναθεωρέω
ἀναθεώρησις
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθηματικός
ἀναθόλωσις
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
View word page
ἀνα-θερμαίνω
ἀνα-θερμαίνωvb warm upfig.put ardour intosomeone's hesitancyPlu.

ShortDef

to warm up, heat again

Debugging

Headword:
ἀναθερμαίνω
Headword (normalized):
ἀναθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
αναθερμαινω
IDX:
4490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4491
Key:
ἀναθερμαίνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-θερμαίνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀνα-θερμαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>warm up</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>put ardour into</Tr><Obj>someone's hesitancy<Au>Plu.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀναθερμαίνω'}