Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναδιπλόομαι
ἀνάδοσις
ἀνάδοτος
ἀναδοχή
ἀνάδοχος
ἀναδραμεῖν
ἀναδύομαι
ἀνάδυσις
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀνάελπτος
ἀναζείω
ἀναζεύγνῡμι
ἀνάζευξις
ἀναζέω
ἀναζητέω
ἀναζήτησις
ἀναζυγή
ἀναζωπυρέω
ἀναζώω
ἀναθάλλω
View word page
ἀνάελπτος
ἀνάελπτοςep.adjseeἄελπτος

ShortDef

unlooked for

Debugging

Headword:
ἀνάελπτος
Headword (normalized):
ἀνάελπτος
Headword (normalized/stripped):
αναελπτος
IDX:
4474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4475
Key:
ἀνάελπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάελπτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνάελπτος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄελπτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνάελπτος'}