Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάδεσις
ἀναδέσμη
ἀνάδετος
ἀναδεύω
ἀναδέχομαι
ἀναδέω
ἀνάδημα
ἀναδιδάσκω
ἀναδίδωμι
ἀνάδικος
ἀναδιπλόομαι
ἀνάδοσις
ἀνάδοτος
ἀναδοχή
ἀνάδοχος
ἀναδραμεῖν
ἀναδύομαι
ἀνάδυσις
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀνάελπτος
View word page
ἀνα-διπλόομαι
ἀνα-διπλόομαιpass.contr.vb of a phalanxbe doubledin depthX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναδιπλόομαι
Headword (normalized):
ἀναδιπλόομαι
Headword (normalized/stripped):
αναδιπλοομαι
IDX:
4464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4465
Key:
ἀναδιπλόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-διπλόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-διπλόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a phalanx</Indic><Tr>be doubled<Expl>in depth</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναδιπλόομαι'}