Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυπόομαι
ἀποτύπτομαι
ἀποτύπωμα
ἀποτυχίᾱ
ἀπούατος
ἀπουρᾱγέω
ἀπουράμενος
ἀπουρίσσουσι
ἄγω
ἀγωγεύς
ἀγωγή
ἀγώγιμος
ἀγώγιον
ἀγωγός
ἀγών
ἀγωνάρχης
ἀγωνίᾱ
ἀγωνιάω
View word page
ἀπουρίσσουσι
ἀπουρίσσουσι
ep.3pl.fut.
see
ἀφορίζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπουρίσσουσι
Headword (normalized):
ἀπουρίσσουσι
Headword (normalized/stripped):
απουρισσουσι
IDX:
445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-446
Key:
ἀπουρίσσουσι
Data
{'headword_display': '<b>ἀπουρίσσουσι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀπουρίσσουσι<LblR>ep.3pl.fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀφορίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπουρίσσουσι'}