Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναδέδρομε
ἀναδείκνῡμι
ἀνάδειξις
ἀναδέκομαι
ἀνάδελφος
ἀναδενδράς
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδέσμη
ἀνάδετος
ἀναδεύω
ἀναδέχομαι
ἀναδέω
ἀνάδημα
ἀναδιδάσκω
ἀναδίδωμι
ἀνάδικος
ἀναδιπλόομαι
ἀνάδοσις
ἀνάδοτος
View word page
ἀνάδετος
ἀνάδετοςονadjof a headbandbinding upthe hairE.

ShortDef

binding up the hair

Debugging

Headword:
ἀνάδετος
Headword (normalized):
ἀνάδετος
Headword (normalized/stripped):
αναδετος
IDX:
4456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4457
Key:
ἀνάδετος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάδετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνάδετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a headband</Indic><Tr>binding up<Expl>the hair</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάδετος'}