Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀναδέδρομε
ἀναδείκνῡμι
ἀνάδειξις
ἀναδέκομαι
ἀνάδελφος
ἀναδενδράς
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδέσμη
ἀνάδετος
ἀναδεύω
ἀναδέχομαι
ἀναδέω
ἀνάδημα
ἀναδιδάσκω
ἀναδίδωμι
View word page
ἀνα-δέρκομαι
ἀνα-δέρκομαιmid.vbact.aor.2
ἀνέδρακον
look upwardsIl. AR.

ShortDef

to look up

Debugging

Headword:
ἀναδέρκομαι
Headword (normalized):
ἀναδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
αναδερκομαι
IDX:
4452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4453
Key:
ἀναδέρκομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-δέρκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-δέρκομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>act.aor.2</Lbl><Form>ἀνέδρακον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>look upwards</Tr><Au>Il. AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναδέρκομαι'}