Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναδαίομαι
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀναδέδρομε
ἀναδείκνῡμι
ἀνάδειξις
ἀναδέκομαι
ἀνάδελφος
ἀναδενδράς
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδέσμη
ἀνάδετος
ἀναδεύω
ἀναδέχομαι
ἀναδέω
ἀνάδημα
ἀναδιδάσκω
View word page
ἀνα-δενδράς
ἀνα-δενδράςάδοςfἀνάδένδρεον vine that grows up treestree-vineD.

ShortDef

vine that grows up trees

Debugging

Headword:
ἀναδενδράς
Headword (normalized):
ἀναδενδράς
Headword (normalized/stripped):
αναδενδρας
IDX:
4451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4452
Key:
ἀναδενδράς

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-δενδράς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνα-δενδράς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref><Ref>δένδρεον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>vine that grows up trees</Def><Tr>tree-vine</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναδενδράς'}