Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγώνιστος
ἀναδαίομαι
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀναδέδρομε
ἀναδείκνῡμι
ἀνάδειξις
ἀναδέκομαι
ἀνάδελφος
ἀναδενδράς
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδέσμη
ἀνάδετος
ἀναδεύω
ἀναδέχομαι
ἀναδέω
ἀνάδημα
View word page
ἀν-άδελφος
ἀν-άδελφοςονadjprivatv.prfx.,ἀδελφός lacking a brotherbrotherlessE. X.

ShortDef

without brother

Debugging

Headword:
ἀνάδελφος
Headword (normalized):
ἀνάδελφος
Headword (normalized/stripped):
αναδελφος
IDX:
4450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4451
Key:
ἀνάδελφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-άδελφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-άδελφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἀδελφός</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>lacking a brother</Def><Tr>brotherless</Tr><Au>E. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάδελφος'}