Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάγω
ἀναγωγή
ἀναγωγίᾱ
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίομαι
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀναδέδρομε
ἀναδείκνῡμι
ἀνάδειξις
ἀναδέκομαι
ἀνάδελφος
ἀναδενδράς
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδέσμη
ἀνάδετος
View word page
ἀναδέδρομε
ἀναδέδρομεep.3sg.pf.seeἀναδραμεῖν

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναδέδρομε
Headword (normalized):
ἀναδέδρομε
Headword (normalized/stripped):
αναδεδρομε
IDX:
4446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4447
Key:
ἀναδέδρομε

Data

{'headword_display': '<b>ἀναδέδρομε</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀναδέδρομε<LblR>ep.3sg.pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναδραμεῖν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀναδέδρομε'}