Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγρῡ́ζω
ἀνάγῡρος
Ἀναγῡρουντόθεν
ἀνάγω
ἀναγωγή
ἀναγωγίᾱ
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίομαι
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀναδέδρομε
ἀναδείκνῡμι
ἀνάδειξις
ἀναδέκομαι
ἀνάδελφος
ἀναδενδράς
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
View word page
ἀναδασμός
ἀναδασμόςοῦmἀναδατέομαι redistributionusu. w.gen.of landHdt. Isoc. Pl. D. Plb. Plu.

ShortDef

re-distribution

Debugging

Headword:
ἀναδασμός
Headword (normalized):
ἀναδασμός
Headword (normalized/stripped):
αναδασμος
IDX:
4443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4444
Key:
ἀναδασμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀναδασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναδασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἀναδατέομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>redistribution<Expl>usu. <GLbl>w.gen.</GLbl>of land</Expl></Tr><Au>Hdt. Isoc. Pl. D. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναδασμός'}