Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγράφω
ἀναγρίᾱ
ἀναγρῡ́ζω
ἀνάγῡρος
Ἀναγῡρουντόθεν
ἀνάγω
ἀναγωγή
ἀναγωγίᾱ
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίομαι
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀναδέδρομε
ἀναδείκνῡμι
ἀνάδειξις
ἀναδέκομαι
ἀνάδελφος
ἀναδενδράς
View word page
ἀνα-δαίομαι
ἀνα-δαίομαιpass.vbδαίομαι2 of landbe divided up againredistributedHdt.oracle

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναδαίομαι
Headword (normalized):
ἀναδαίομαι
Headword (normalized/stripped):
αναδαιομαι
IDX:
4441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4442
Key:
ἀναδαίομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-δαίομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-δαίομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>δαίομαι<Hm>2</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of land</Indic><Tr>be divided up again<or/>redistributed</Tr><Au>Hdt.<LblR>oracle</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναδαίομαι'}