Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφή
ἀναγράφω
ἀναγρίᾱ
ἀναγρῡ́ζω
ἀνάγῡρος
Ἀναγῡρουντόθεν
ἀνάγω
ἀναγωγή
ἀναγωγίᾱ
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίομαι
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀναδέδρομε
ἀναδείκνῡμι
ἀνάδειξις
View word page
ἀναγωγίᾱ
ἀναγωγίᾱᾱςfἀνάγωγος lack of educationculture, boorishnessPlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναγωγίᾱ
Headword (normalized):
ἀναγωγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αναγωγια
IDX:
4438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4439
Key:
ἀναγωγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀναγωγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναγωγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀνάγωγος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lack of education<or/>culture, boorishness</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναγωγίᾱ'}