Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφή
ἀναγράφω
ἀναγρίᾱ
ἀναγρῡ́ζω
ἀνάγῡρος
Ἀναγῡρουντόθεν
ἀνάγω
ἀναγωγή
ἀναγωγίᾱ
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίομαι
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
View word page
Ἀναγῡρουντόθεν
ἈναγῡρουντόθενadvἈναγῡροῦς, an Athenian deme, named after the plant ἀνάγῡρος from AnagyrousAr. Ἀναγῡράσιοςᾱ ονadjof a manfrom AnagyrousHdt. Att.orats.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἀναγῡρουντόθεν
Headword (normalized):
ἀναγῡρουντόθεν
Headword (normalized/stripped):
αναγυρουντοθεν
IDX:
4435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4436
Key:
Ἀναγῡρουντόθεν

Data

{'headword_display': '<b>Ἀναγῡρουντόθεν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>Ἀναγῡρουντόθεν</HL><PS>adv</PS><Ety><Gr>Ἀναγῡροῦς</Gr>, an Athenian deme, named after the plant <Ref>ἀνάγῡρος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>from Anagyrous</Tr><Au>Ar.</Au></advS1> <RelW><HG><HL>Ἀναγῡράσιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>from Anagyrous</Tr><Au>Hdt. Att.orats.</Au></aS1></RelW></AdvE>', 'key': 'Ἀναγῡρουντόθεν'}