Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνωρισμός
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφή
ἀναγράφω
ἀναγρίᾱ
ἀναγρῡ́ζω
ἀνάγῡρος
Ἀναγῡρουντόθεν
ἀνάγω
ἀναγωγή
ἀναγωγίᾱ
View word page
ἀνάγραπτος
ἀνάγραπτοςονadjἀναγράφω of a benefactionwritten uprecordedTh.

ShortDef

inscribed, registered

Debugging

Headword:
ἀνάγραπτος
Headword (normalized):
ἀνάγραπτος
Headword (normalized/stripped):
αναγραπτος
IDX:
4428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4429
Key:
ἀνάγραπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάγραπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνάγραπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀναγράφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a benefaction</Indic><Def>written up</Def><Tr>recorded</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάγραπτος'}