Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγκαστέος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκοφαγίᾱ
ἀναγνάμπτω
ἀναγνέω
ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνωρισμός
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφή
ἀναγράφω
View word page
ἀναγνωρισμός
ἀναγνωρισμόςοῦm recognitionby persons, of each otherMen.specif., in tragedyArist.

ShortDef

recognition

Debugging

Headword:
ἀναγνωρισμός
Headword (normalized):
ἀναγνωρισμός
Headword (normalized/stripped):
αναγνωρισμος
IDX:
4421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4422
Key:
ἀναγνωρισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀναγνωρισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναγνωρισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>recognition<Expl>by persons, of each other</Expl></Tr><Au>Men.</Au><nS2><Indic>specif., in tragedy</Indic><Au>Arist.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἀναγνωρισμός'}