Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγκάζω
ἀναγκαίᾱ
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκοφαγίᾱ
ἀναγνάμπτω
ἀναγνέω
ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνωρισμός
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
View word page
ἀνα-γνάμπτω
ἀνα-γνάμπτωvbἀνά pass.of a spear-pointbe bent backon impactIl. untiea fasteningOd.

ShortDef

to bend back

Debugging

Headword:
ἀναγνάμπτω
Headword (normalized):
ἀναγνάμπτω
Headword (normalized/stripped):
αναγναμπτω
IDX:
4416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4417
Key:
ἀναγνάμπτω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-γνάμπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-γνάμπτω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a spear-point</Indic><Def>be bent back<Expl>on impact</Expl></Def><Au>Il.</Au></vSGrm> </vS1> <vS1><Tr>untie</Tr><Obj>a fastening<Au>Od.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναγνάμπτω'}