Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάγκᾱ
ἀναγκάζω
ἀναγκαίᾱ
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκοφαγίᾱ
ἀναγνάμπτω
ἀναγνέω
ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνωρισμός
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
View word page
ἀναγκοφαγίᾱ
ἀναγκοφαγίᾱᾱςfφαγεῖν strict dietof athletesArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναγκοφαγίᾱ
Headword (normalized):
ἀναγκοφαγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αναγκοφαγια
IDX:
4415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4416
Key:
ἀναγκοφαγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀναγκοφαγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναγκοφαγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>strict diet<Expl>of athletes</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναγκοφαγίᾱ'}