Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγίγνομαι
ἀναγιγνώσκω
ἀνάγκᾱ
ἀναγκάζω
ἀναγκαίᾱ
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκοφαγίᾱ
ἀναγνάμπτω
ἀναγνέω
ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνωρισμός
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
View word page
ἀναγκαστός
ἀναγκαστόςή όνadj compelledw.inf.to do sthg.Hdt.of troopspressed into serviceTh.

ShortDef

forced, constrained

Debugging

Headword:
ἀναγκαστός
Headword (normalized):
ἀναγκαστός
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστος
IDX:
4413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4414
Key:
ἀναγκαστός

Data

{'headword_display': '<b>ἀναγκαστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀναγκαστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>compelled<Expl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1><aS1><Indic>of troops</Indic><Tr>pressed into service</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναγκαστός'}