Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνᾱγέομαι
ἀναγεύω
ἀναγίγνομαι
ἀναγιγνώσκω
ἀνάγκᾱ
ἀναγκάζω
ἀναγκαίᾱ
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκοφαγίᾱ
ἀναγνάμπτω
ἀναγνέω
ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνωρισμός
View word page
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστέοςᾱ ονvbl.adjἀναγκάζωto be compelledw.inf.to do sthg.Pl.

ShortDef

to be compelled

Debugging

Headword:
ἀναγκαστέος
Headword (normalized):
ἀναγκαστέος
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστεος
IDX:
4411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4412
Key:
ἀναγκαστέος

Data

{'headword_display': '<b>ἀναγκαστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀναγκαστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>ἀναγκάζω</Ref></Ety></HG><aS1><Tr>to be compelled<Expl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναγκαστέος'}