Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγεννάω
ἀνᾱγέομαι
ἀναγεύω
ἀναγίγνομαι
ἀναγιγνώσκω
ἀνάγκᾱ
ἀναγκάζω
ἀναγκαίᾱ
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκοφαγίᾱ
ἀναγνάμπτω
ἀναγνέω
ἄναγνος
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
View word page
ἀναγκαιότης
ἀναγκαιότηςητοςf family relationshipLys. Plb.

ShortDef

blood-relationship

Debugging

Headword:
ἀναγκαιότης
Headword (normalized):
ἀναγκαιότης
Headword (normalized/stripped):
αναγκαιοτης
IDX:
4410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4411
Key:
ἀναγκαιότης

Data

{'headword_display': '<b>ἀναγκαιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναγκαιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>family relationship</Tr><Au>Lys. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναγκαιότης'}