Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπότροπος
ἀπότροφος
ἀποτρῡ́χω
ἀποτρῡ́ω
ἀποτρώγω
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυπόομαι
ἀποτύπτομαι
ἀποτύπωμα
ἀποτυχίᾱ
ἀπούατος
ἀπουρᾱγέω
ἀπουράμενος
ἀπουρίσσουσι
ἄγω
ἀγωγεύς
ἀγωγή
ἀγώγιμος
ἀγώγιον
View word page
ἀποτύπωμα
ἀποτύπωμαατοςnἀποτυπόομαι imprint, impressionon one's mindPl.

ShortDef

impression

Debugging

Headword:
ἀποτύπωμα
Headword (normalized):
ἀποτύπωμα
Headword (normalized/stripped):
αποτυπωμα
IDX:
440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-441
Key:
ἀποτύπωμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀποτύπωμα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀποτύπωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀποτυπόομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>imprint, impression<Expl>on one's mind</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀποτύπωμα'}