Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναγγέλλω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀνᾱγέομαι
ἀναγεύω
ἀναγίγνομαι
ἀναγιγνώσκω
ἀνάγκᾱ
ἀναγκάζω
ἀναγκαίᾱ
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκοφαγίᾱ
ἀναγνάμπτω
ἀναγνέω
ἄναγνος
View word page
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖονnseeἀνάκαιον

ShortDef

a place of constraint, a prison

Debugging

Headword:
ἀναγκαῖον
Headword (normalized):
ἀναγκαῖον
Headword (normalized/stripped):
αναγκαιον
IDX:
4408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4409
Key:
ἀναγκαῖον

Data

{'headword_display': '<b>ἀναγκαῖον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀναγκαῖον</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνάκαιον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀναγκαῖον'}