Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχω
ἀναβρόξαι
ἀναβρῡχάομαι
ἀνάγαιον
ἀναγγέλλω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀνᾱγέομαι
ἀναγεύω
ἀναγίγνομαι
ἀναγιγνώσκω
ἀνάγκᾱ
ἀναγκάζω
ἀναγκαίᾱ
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
View word page
ἀνα-γίγνομαι
ἀνα-γίγνομαιmid.vb3sg.athem.aor.tm.
ἀνὰ ... ἔγεντο
of the anger of a goddessrise upCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναγίγνομαι
Headword (normalized):
ἀναγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
αναγιγνομαι
IDX:
4403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4404
Key:
ἀναγίγνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-γίγνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-γίγνομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3sg.athem.aor.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>ἀνὰ ... ἔγεντο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of the anger of a goddess</Indic><Tr>rise up</Tr><Au>Call.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναγίγνομαι'}