Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποτροπή
ἀπότροπος
ἀπότροφος
ἀποτρῡ́χω
ἀποτρῡ́ω
ἀποτρώγω
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυπόομαι
ἀποτύπτομαι
ἀποτύπωμα
ἀποτυχίᾱ
ἀπούατος
ἀπουρᾱγέω
ἀπουράμενος
ἀπουρίσσουσι
ἄγω
ἀγωγεύς
ἀγωγή
ἀγώγιμος
View word page
ἀπο-τύπτομαι
ἀποτύπτομαιmid.vb cease beating one's breastin mourningHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτύπτομαι
Headword (normalized):
ἀποτύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
αποτυπτομαι
IDX:
439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-440
Key:
ἀποτύπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-τύπτομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>τύπτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>cease beating one's breast<Expl>in mourning</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποτύπτομαι'}