Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποκυέω
ἀποκυλῑ́ω
ἀποκωκῡ́ω
ἀποκώλῡσις
ἀποκωλῡ́ω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολακτίζω
ἀπολακτισμός
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρῡ́νομαι
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
View word page
ἀπο-λαμπρῡ́νομαι
ἀπολαμπρῡ́νομαιpass.vb become illustriousw.dat.for one's achievements or wisdomHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολαμπρῡ́νομαι
Headword (normalized):
ἀπολαμπρῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
απολαμπρυνομαι
IDX:
43
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-44
Key:
ἀπολαμπρῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-λαμπρῡ́νομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>λαμπρῡ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>become illustrious</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>for one's achievements or wisdom<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀπολαμπρῡ́νομαι'}