Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάβασις
ἀναβασσαρέω
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβέβροχε
ἀναβιβάζω
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀνάβλεμμα
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
ἀνάβλησις
ἀναβλύζω
ἀναβοάω
ἀναβολεύς
ἀναβολή
ἀναβορβορύζω
ἄνᾱβος
ἀναβράσσω
View word page
ἀνάβλεμμα
ἀνάβλεμμαατοςnἀναβλέπω upwardbackward lookX.

ShortDef

looking up

Debugging

Headword:
ἀνάβλεμμα
Headword (normalized):
ἀνάβλεμμα
Headword (normalized/stripped):
αναβλεμμα
IDX:
4381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4382
Key:
ἀνάβλεμμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάβλεμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνάβλεμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀναβλέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>upward<or/>backward look</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνάβλεμμα'}