Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνα
ἄνᾱ
ἀναβάδην
ἀναβαθμοί
ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀνάβασις
ἀναβασσαρέω
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβέβροχε
ἀναβιβάζω
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀνάβλεμμα
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
ἀνάβλησις
View word page
ἀναβατικός
ἀναβατικόςή όνadjskilled in mountingw.prep.phr.onto a horseX.

ShortDef

skilled in mounting

Debugging

Headword:
ἀναβατικός
Headword (normalized):
ἀναβατικός
Headword (normalized/stripped):
αναβατικος
IDX:
4374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4375
Key:
ἀναβατικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀναβατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀναβατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Tr>skilled in mounting<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>onto a horse</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναβατικός'}