Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνά
ἄνα
ἄνα
ἄνᾱ
ἀναβάδην
ἀναβαθμοί
ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀνάβασις
ἀναβασσαρέω
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβέβροχε
ἀναβιβάζω
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀνάβλεμμα
ἀναβλέπω
View word page
ἀνα-βασσαρέω
ἀνα-βασσαρέωcontr.vbreltd.Βασσαρίδες act like a BacchantAnacr.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναβασσαρέω
Headword (normalized):
ἀναβασσαρέω
Headword (normalized/stripped):
αναβασσαρεω
IDX:
4372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4373
Key:
ἀναβασσαρέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-βασσαρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-βασσαρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>Βασσαρίδες</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>act like a Bacchant</Tr><Au>Anacr.<LblR>tm.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναβασσαρέω'}