Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἀμφῑ́ων
ἄμφοδον
ἀμφορεύς
ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφότεροι
ἀμφοτερόπλουν
ἀμφουδίς
ἀμφράσσαιτο
ἀμφυγᾱ́
ἄμφω
ἀμφώβολος
ἀμφώης
ἄμφωτος
ἀμώμητος
ἄμωμος
ᾱ̔μῶν
ἁμωσγέπως
ᾱ̓μώων
ἄν
ἄν
ᾱ̓́ν
View word page
ἀμφ-ώβολος
ἀμφ-ώβολοςουmὀβελός double-pointed spitE.

ShortDef

a javelin

Debugging

Headword:
ἀμφώβολος
Headword (normalized):
ἀμφώβολος
Headword (normalized/stripped):
αμφωβολος
IDX:
4351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4352
Key:
ἀμφώβολος

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφ-ώβολος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμφ-ώβολος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ὀβελός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>double-pointed spit</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμφώβολος'}