Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμφιχάσκω
ἀμφιχέω
ἀμφιχρῑ́ομαι
ἀμφίχρῡσος
ἀμφίχυτος
Ἀμφῑ́ων
ἄμφοδον
ἀμφορεύς
ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφότεροι
ἀμφοτερόπλουν
ἀμφουδίς
ἀμφράσσαιτο
ἀμφυγᾱ́
ἄμφω
ἀμφώβολος
ἀμφώης
ἄμφωτος
ἀμώμητος
ἄμωμος
ᾱ̔μῶν
View word page
ἀμφοτερό-πλουν
ἀμφοτερό-πλουνουAtt.nπλόος loan financing both legs of a voyageD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμφοτερόπλουν
Headword (normalized):
ἀμφοτερόπλουν
Headword (normalized/stripped):
αμφοτεροπλουν
IDX:
4346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4347
Key:
ἀμφοτερόπλουν

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφοτερό-πλουν</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμφοτερό-πλουν</HL><Infl>ου</Infl><PS>Att.n</PS><Ety><Ref>πλόος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>loan financing both legs of a voyage</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμφοτερόπλουν'}