Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύομαι
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτριβή
ἀποτρῑ́βω
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀπότροπος
ἀπότροφος
ἀποτρῡ́χω
ἀποτρῡ́ω
ἀποτρώγω
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυπόομαι
ἀποτύπτομαι
ἀποτύπωμα
ἀποτυχίᾱ
View word page
ἀπό-τροφος
ἀπότροφοςονadjτρέφω brought up apartfr. one's motherHdt.

ShortDef

reared away from home

Debugging

Headword:
ἀπότροφος
Headword (normalized):
ἀπότροφος
Headword (normalized/stripped):
αποτροφος
IDX:
431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-432
Key:
ἀπότροφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπό-τροφος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀπό<hyph/>τροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>brought up apart<Expl>fr. one's mother</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀπότροφος'}