Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφίσταμαι
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατόομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφίστροφος
ἀμφιστρωφάω
ἀμφιτάμνομαι
ἀμφιτανύω
ἀμφιταράσσομαι
ἀμφιτειχής
ἀμφιτίθημι
ἀμφιτιττυβίζω
ἀμφιτόμος
View word page
ἀμφι-στρατόομαι
ἀμφι-στρατόομαιep.mid.contr.vb3pl.impf.w.diect.
ἀμφεστρατόωντο
set an army all aroundbesiegea cityIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμφιστρατόομαι
Headword (normalized):
ἀμφιστρατόομαι
Headword (normalized/stripped):
αμφιστρατοομαι
IDX:
4314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4315
Key:
ἀμφιστρατόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφι-στρατόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀμφι-στρατόομαι</HL><PS>ep.mid.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3pl.impf.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>ἀμφεστρατόωντο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>set an army all around</Def><Tr>besiege</Tr><Obj>a city<Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀμφιστρατόομαι'}