Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείρως
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφίσταμαι
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατόομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφίστροφος
ἀμφιστρωφάω
ἀμφιτάμνομαι
ἀμφιτανύω
ἀμφιταράσσομαι
ἀμφιτειχής
View word page
ἀμφί-στερνος
ἀμφί-στερνοςονadjστέρνον of primeval creatureswith chests on both sidesof the bodyEmp.

ShortDef

double-breasted

Debugging

Headword:
ἀμφίστερνος
Headword (normalized):
ἀμφίστερνος
Headword (normalized/stripped):
αμφιστερνος
IDX:
4311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4312
Key:
ἀμφίστερνος

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφί-στερνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀμφί-στερνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέρνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of primeval creatures</Indic><Tr>with chests on both sides<Expl>of the body</Expl></Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμφίστερνος'}