Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγγήιον
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείρως
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφίσταμαι
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατόομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφίστροφος
ἀμφιστρωφάω
ἀμφιτάμνομαι
ἀμφιτανύω
ἀμφιταράσσομαι
View word page
ἀμφι-στέλλομαι
ἀμφι-στέλλομαιmid.vb put ona robeTheoc.

ShortDef

to fold round oneself

Debugging

Headword:
ἀμφιστέλλομαι
Headword (normalized):
ἀμφιστέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αμφιστελλομαι
IDX:
4310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4311
Key:
ἀμφιστέλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφι-στέλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀμφι-στέλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>put on</Tr><Obj>a robe<Au>Theoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀμφιστέλλομαι'}