Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄγγελμα
ἄγγελος
ἀγγήιον
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείρως
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφίσταμαι
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατόομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφίστροφος
ἀμφιστρωφάω
ἀμφιτάμνομαι
View word page
ἀμφισβήτητος
ἀμφισβήτητοςονadjof territorydisputed, contestedTh.

ShortDef

debatable

Debugging

Headword:
ἀμφισβήτητος
Headword (normalized):
ἀμφισβήτητος
Headword (normalized/stripped):
αμφισβητητος
IDX:
4308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4309
Key:
ἀμφισβήτητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφισβήτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀμφισβήτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of territory</Indic><Tr>disputed, contested</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμφισβήτητος'}