Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἀγγήιον
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείρως
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφίσταμαι
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατόομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφίστροφος
ἀμφιστρωφάω
View word page
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβητητικόςή όνadj of personsexpert in disputationPl.of the artof disputationPl.of the term for itdisputatiousPl.

ShortDef

fond of disputing, disputatious, contentious

Debugging

Headword:
ἀμφισβητητικός
Headword (normalized):
ἀμφισβητητικός
Headword (normalized/stripped):
αμφισβητητικος
IDX:
4307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4308
Key:
ἀμφισβητητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφισβητητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀμφισβητητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>expert in disputation</Tr><Au>Pl.</Au></aS1><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of disputation</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of the term for it</Indic><Tr>disputatious</Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀμφισβητητικός'}