Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγγελίᾱ
ἀγγελιηφόρος
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἀγγήιον
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείρως
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφίσταμαι
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατόομαι
View word page
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβήτημαατοςn dispute, disagreementPl. Arist. Plu. point maintained in a disputecontention, argumentPl.

ShortDef

a point in dispute

Debugging

Headword:
ἀμφισβήτημα
Headword (normalized):
ἀμφισβήτημα
Headword (normalized/stripped):
αμφισβητημα
IDX:
4304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4305
Key:
ἀμφισβήτημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφισβήτημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμφισβήτημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>dispute, disagreement</Tr><Au>Pl. Arist. Plu.</Au></nS1> <nS1><Def>point maintained in a dispute</Def><Tr>contention, argument</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμφισβήτημα'}